Jump to content

αγριότοπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αγριό- (agrió-, wild) +‎ τόπος (tópos, country, place)

Noun

[edit]

αγριότοπος (agriótoposm (plural αγριότοποι)

  1. wild country, wilderness, uncultivated tract

Declension

[edit]
Declension of αγριότοπος
singular plural
nominative αγριότοπος (agriótopos) αγριότοποι (agriótopoi)
genitive αγριότοπου (agriótopou) αγριότοπων (agriótopon)
accusative αγριότοπο (agriótopo) αγριότοπους (agriótopous)
vocative αγριότοπε (agriótope) αγριότοποι (agriótopoi)