Jump to content

αγριόγαλλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγριόγαλλος (agriógallosm (plural αγριόγαλλοι)

  1. Alternative form of αγριόγαλος (agriógalos)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αγριόγαλλος (agriógallos) αγριόγαλλοι (agriógalloi)
genitive αγριόγαλλου (agriógallou) αγριόγαλλων (agriógallon)
accusative αγριόγαλλο (agriógallo) αγριόγαλλους (agriógallous)
vocative αγριόγαλλε (agriógalle) αγριόγαλλοι (agriógalloi)