αγριόγαλλος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αγριόγαλλος • (agriógallos) m (plural αγριόγαλλοι)
- Alternative form of αγριόγαλος (agriógalos)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόγαλλος (agriógallos) | αγριόγαλλοι (agriógalloi) |
genitive | αγριόγαλλου (agriógallou) | αγριόγαλλων (agriógallon) |
accusative | αγριόγαλλο (agriógallo) | αγριόγαλλους (agriógallous) |
vocative | αγριόγαλλε (agriógalle) | αγριόγαλλοι (agriógalloi) |