αγιογράφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγιο- (agio-, “holy”) + γράφω (gráfo, “to write or draw”)
Noun
[edit]αγιογράφος • (agiográfos) m (plural αγιογράφοι)
Declension
[edit]Declension of αγιογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγιογράφος • | αγιογράφοι • |
genitive | αγιογράφου • | αγιογράφων • |
accusative | αγιογράφο • | αγιογράφους • |
vocative | αγιογράφε • | αγιογράφοι • |
Related terms
[edit]- see: αγιογραφία f (agiografía, “icon, hagiography”)