From Wiktionary, the free dictionary
αγγλο- ( anglo- ) + -ποιώ ( -poió , “ make ” )
IPA (key ) : /aŋ.ɡlo.piˈo/
Hyphenation: αγ‧γλο‧ποι‧ώ
αγγλοποιώ • (anglopoió ) (past αγγλοποίησα , passive αγγλοποιούμαι , p‑past αγγλοποιήθηκα , ppp αγγλοποιημένος )
to anglicise ( UK ) , anglicize ( US )
to translate into English
αγγλοποιώ , αγγλοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αγγλοποιώ
αγγλοποιήσω
αγγλοποιούμαι
αγγλοποιηθώ
2 sg
αγγλοποιείς
αγγλοποιήσεις
αγγλοποιείσαι
αγγλοποιηθείς
3 sg
αγγλοποιεί
αγγλοποιήσει
αγγλοποιείται
αγγλοποιηθεί
1 pl
αγγλοποιούμε
αγγλοποιήσουμε , [-ομε ]
αγγλοποιούμαστε , αγγλοποιόμαστε
αγγλοποιηθούμε
2 pl
αγγλοποιείτε
αγγλοποιήσετε
αγγλοποιείστε , (αγγλοποιόσαστε )
αγγλοποιηθείτε
3 pl
αγγλοποιούν (ε )
αγγλοποιήσουν (ε )
αγγλοποιούνται
αγγλοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αγγλοποιούσα
αγγλοποίησα
αγγλοποιούμουν (α ), αγγλοποιόμουν (α )
αγγλοποιήθηκα
2 sg
αγγλοποιούσες
αγγλοποίησες
[αγγλοποιούσουν (α )], αγγλοποιόσουν (α )
αγγλοποιήθηκες
3 sg
αγγλοποιούσε
αγγλοποίησε
αγγλοποιούνταν , αγγλοποιόταν (ε ), {αγγλοποιείτο }
αγγλοποιήθηκε
1 pl
αγγλοποιούσαμε
αγγλοποιήσαμε
αγγλοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), αγγλοποιόμασταν , (‑όμαστε )
αγγλοποιηθήκαμε
2 pl
αγγλοποιούσατε
αγγλοποιήσατε
[αγγλοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], αγγλοποιόσασταν , (‑όσαστε )
αγγλοποιηθήκατε
3 pl
αγγλοποιούσαν (ε )
αγγλοποίησαν , αγγλοποιήσαν (ε )
αγγλοποιούνταν , αγγλοποιόνταν (ε ), (αγγλοποιόντουσαν ), {αγγλοποιούντο }
αγγλοποιήθηκαν , αγγλοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αγγλοποιώ ➤
θα αγγλοποιήσω ➤
θα αγγλοποιούμαι ➤
θα αγγλοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αγγλοποιείς , …
θα αγγλοποιήσεις , …
θα αγγλοποιείσαι , …
θα αγγλοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αγγλοποιήσει έχω, έχεις, … αγγλοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αγγλοποιηθεί είμαι , είσαι , … αγγλοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αγγλοποιήσει είχα, είχες, … αγγλοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αγγλοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … αγγλοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αγγλοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αγγλοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αγγλοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αγγλοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αγγλοποίησε
—
αγγλοποιήσου
2 pl
αγγλοποιείτε
αγγλοποιήστε
αγγλοποιείστε
αγγλοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αγγλοποιώντας ➤
αγγλοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αγγλοποιήσει ➤
αγγλοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αγγλοποιήσει
αγγλοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: Αγγλία f ( Anglía , “ England ” )