αγγειοχειρουργοί
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αγγειοχειρουργοί • (angeiocheirourgoí) m or f
- nominative plural of αγγειοχειρουργός (angeiocheirourgós)
- vocative plural of αγγειοχειρουργός (angeiocheirourgós)
αγγειοχειρουργοί • (angeiocheirourgoí) m or f