αβλαβέστερους
Appearance
See also: ἀβλαβεστέρους
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβλαβέστερους • (avlavésterous)
- accusative neuter plural of αβλαβέστερος (avlavésteros), the comparative degree of αβλαβής (avlavís)
αβλαβέστερους • (avlavésterous)