αβεβαιότητες
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αβεβαιότητες • (avevaiótites) f
- nominative plural of αβεβαιότητα (avevaiótita)
- accusative plural of αβεβαιότητα (avevaiótita)
- vocative plural of αβεβαιότητα (avevaiótita)
αβεβαιότητες • (avevaiótites) f