From Wiktionary, the free dictionary
αβδελλιάζω • (avdelliázo ) (past αβδέλλιασα , passive αβδελλιάζομαι ) ( rare, dated )
( agriculture ) to infested with liver flukes or leeches ( livestock )
( medicine , obsolete ) to bled with leeches
to fish ( join two pieces of timber with metal plates)
αβδελλιάζω αβδελλιάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αβδελλιάζω
αβδελλιάσω
αβδελλιάζομαι
αβδελλιαστώ
2 sg
αβδελλιάζεις
αβδελλιάσεις
αβδελλιάζεσαι
αβδελλιαστείς
3 sg
αβδελλιάζει
αβδελλιάσει
αβδελλιάζεται
αβδελλιαστεί
1 pl
αβδελλιάζουμε , [‑ομε ]
αβδελλιάσουμε , [‑ομε ]
αβδελλιαζόμαστε
αβδελλιαστούμε
2 pl
αβδελλιάζετε
αβδελλιάσετε
αβδελλιάζεστε , αβδελλιαζόσαστε
αβδελλιαστείτε
3 pl
αβδελλιάζουν (ε )
αβδελλιάσουν (ε )
αβδελλιάζονται
αβδελλιαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αβδέλλιαζα
αβδέλλιασα
αβδελλιαζόμουν (α )
αβδελλιάστηκα
2 sg
αβδέλλιαζες
αβδέλλιασες
αβδελλιαζόσουν (α )
αβδελλιάστηκες
3 sg
αβδέλλιαζε
αβδέλλιασε
αβδελλιαζόταν (ε )
αβδελλιάστηκε
1 pl
αβδελλιάζαμε
αβδελλιάσαμε
αβδελλιαζόμασταν , (‑όμαστε )
αβδελλιαστήκαμε
2 pl
αβδελλιάζατε
αβδελλιάσατε
αβδελλιαζόσασταν , (‑όσαστε )
αβδελλιαστήκατε
3 pl
αβδέλλιαζαν , αβδελλιάζαν (ε )
αβδέλλιασαν , αβδελλιάσαν (ε )
αβδελλιάζονταν , (αβδελλιαζόντουσαν )
αβδελλιάστηκαν , αβδελλιαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αβδελλιάζω ➤
θα αβδελλιάσω ➤
θα αβδελλιάζομαι ➤
θα αβδελλιαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αβδελλιάζεις , …
θα αβδελλιάσεις , …
θα αβδελλιάζεσαι , …
θα αβδελλιαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αβδελλιάσει
έχω, έχεις, … αβδελλιαστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αβδελλιάσει
είχα, είχες, … αβδελλιαστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αβδελλιάσει
θα έχω, θα έχεις, … αβδελλιαστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αβδέλλιαζε
αβδέλλιασε
—
αβδελλιάσου
2 pl
αβδελλιάζετε
αβδελλιάστε
αβδελλιάζεστε
αβδελλιαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αβδελλιάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αβδελλιάσει ➤
—
Nonfinite form➤
αβδελλιάσει
αβδελλιαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.