From Wiktionary, the free dictionary
άλτης • (áltis) m (plural άλτες, feminine άλτρια)
- (athletics) jumper, vaulter
- άλτης του ύψους ― áltis tou ýpsous ― highjumper
- άλτης του μήκους ― áltis tou míkous ― longjumper
Declension of άλτης
|
singular
|
plural
|
nominative
|
άλτης (áltis)
|
άλτες (áltes)
|
genitive
|
άλτη (álti)
|
αλτών (altón)
|
accusative
|
άλτη (álti)
|
άλτες (áltes)
|
vocative
|
άλτη (álti)
|
άλτες (áltes)
|