Jump to content

άλτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

άλτης (áltism (plural άλτες, feminine άλτρια)

  1. (athletics) jumper, vaulter
    άλτης του ύψουςáltis tou ýpsoushighjumper
    άλτης του μήκουςáltis tou míkouslongjumper

Declension

[edit]
Declension of άλτης
singular plural
nominative άλτης (áltis) άλτες (áltes)
genitive άλτη (álti) αλτών (altón)
accusative άλτη (álti) άλτες (áltes)
vocative άλτη (álti) άλτες (áltes)