Jump to content

Σκανδιναβός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Σκανδιναβ(ία) (Skandinav(ía)) +‎ -ος (-os)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /skan.ði.naˈvos/
  • Hyphenation: Σκαν‧δι‧να‧βός

Noun

[edit]

Σκανδιναβός (Skandinavósm (plural Σκανδιναβοί, feminine Σκανδιναβή)

  1. Scandinavian (a person from Scandinavia or of Scandinavian ethnicity).

Declension

[edit]
Declension of Σκανδιναβός
singular plural
nominative Σκανδιναβός (Skandinavós) Σκανδιναβοί (Skandinavoí)
genitive Σκανδιναβού (Skandinavoú) Σκανδιναβών (Skandinavón)
accusative Σκανδιναβό (Skandinavó) Σκανδιναβούς (Skandinavoús)
vocative Σκανδιναβέ (Skandinavé) Σκανδιναβοί (Skandinavoí)
[edit]