Παλαιοπροτεροζωικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]Παλαιοπροτεροζωικό • (Palaioproterozoïkó) m
- Accusative singular form of Παλαιοπροτεροζωικός (Palaioproterozoïkós).
Παλαιοπροτεροζωικό • (Palaioproterozoïkó) m