Νότιος Πόλος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Proper noun
[edit]Νότιος Πόλος • (Nótios Pólos) m
- (geography) the South Pole
Declension
[edit] Νότιος Πόλος
case \ number | singular |
---|---|
nominative | Νότιος Πόλος • |
genitive | Νότιου Πόλου • |
accusative | Νότιο Πόλο • |
vocative | Νότιε Πόλε • |