Jump to content

Μεξικανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

Μεξικανός (Mexikanósm (plural Μεξικανοί, feminine Μεξικανή)

  1. Mexican (a person, usually male, from Mexico or of Mexican ethnicity).

Declension

[edit]
Declension of Μεξικανός
singular plural
nominative Μεξικανός (Mexikanós) Μεξικανοί (Mexikanoí)
genitive Μεξικανού (Mexikanoú) Μεξικανών (Mexikanón)
accusative Μεξικανό (Mexikanó) Μεξικανούς (Mexikanoús)
vocative Μεξικανέ (Mexikané) Μεξικανοί (Mexikanoí)
[edit]