Jump to content

Ισλανδός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Ισλανδός (Islandósm (plural Ισλανδοί, feminine Ισλανδή or Ισλανδέζα)

  1. Icelander

Declension

[edit]
singular plural
nominative Ισλανδός (Islandós) Ισλανδοί (Islandoí)
genitive Ισλανδού (Islandoú) Ισλανδών (Islandón)
accusative Ισλανδό (Islandó) Ισλανδούς (Islandoús)
vocative Ισλανδέ (Islandé) Ισλανδοί (Islandoí)
[edit]