Jump to content

Αφρικάνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Αφρικάνος (Afrikánosm (plural Αφρικάνοι, feminine Αφρικάνα)

  1. Alternative form of Αφρικανός (Afrikanós)

Declension

[edit]
Declension of Αφρικάνος
singular plural
nominative Αφρικάνος (Afrikános) Αφρικάνοι (Afrikánoi)
genitive Αφρικάνου (Afrikánou) Αφρικάνων (Afrikánon)
accusative Αφρικάνο (Afrikáno) Αφρικάνους (Afrikánous)
vocative Αφρικάνε (Afrikáne) Αφρικάνοι (Afrikánoi)