Αριστείδη
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]Αριστείδη • (Aristeídi) m
- Genitive singular form of Αριστείδης (Aristeídis).
- Accusative singular form of Αριστείδης (Aristeídis).
- Vocative singular form of Αριστείδης (Aristeídis).
Αριστείδη • (Aristeídi) m