Jump to content

Ανδαλουσιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Ανδαλουσιανός (Andalousianósm (plural Ανδαλουσιανοί, feminine Ανδαλουσιανή)

  1. Andalusian (a person, usually male, from Andalusia or of Andalusian ethnicity).

Declension

[edit]
Declension of Ανδαλουσιανός
singular plural
nominative Ανδαλουσιανός (Andalousianós) Ανδαλουσιανοί (Andalousianoí)
genitive Ανδαλουσιανού (Andalousianoú) Ανδαλουσιανών (Andalousianón)
accusative Ανδαλουσιανό (Andalousianó) Ανδαλουσιανούς (Andalousianoús)
vocative Ανδαλουσιανέ (Andalousiané) Ανδαλουσιανοί (Andalousianoí)
[edit]