Citations:ἀνατίθημι
Jump to navigation
Jump to search
Ancient Greek citations of ἀνέθεν (anéthen), ἀναθέμεν (anathémen), ἀνατεθῆναι (anatethênai), ἄνθετο (ántheto), ἀνθέμενοι (anthémenoi), ἀνθήσει (anthḗsei), and ἀνατέθηκα (anatéthēka)
- 556 BCE – 468 BCE, Simonides, Fragmenta 134.480, (poetic third-person plural aorist = ἀνέθεσαν):
- Τοῦτ’ ἀπὸ δυσμενέων Μήδων ναῦται Διοδώρου / ὅπλ’ ἀνέθεν Λατοῖ μνάματα ναυμαχίας.
- Toût’ apò dusmenéōn Mḗdōn naûtai Diodṓrou / hópl’ anéthen Latoî mnámata naumakhías.
- 1916–1918 translation by William Roger Paton[1]
- These shields, won from their foes the Medes, the sailors of Diodorus dedicated to Leto in memory of the sea-fight.
- Τοῦτ’ ἀπὸ δυσμενέων Μήδων ναῦται Διοδώρου / ὅπλ’ ἀνέθεν Λατοῖ μνάματα ναυμαχίας.
- 446 BCE, Pindar, Pythian Ode 8.29–32, (aorist active infinitive = ἀναθέμεναι):[2]
- εἰμὶ δ’ ἄσχολος ἀναθέμεν / πᾶσαν μακραγορίαν / λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ, / μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ.
- eimì d’ áskholos anathémen / pâsan makragorían / lúrāi te kaì phthégmati malthakôi, / mḕ kóros elthṑn knísēi.
- 1990 translation by Diane Arnson Svarlien[3]
- But I do not have the time to set up their whole long story to the lyre and the gentle voice, for fear that satiety would come and distress us.
- εἰμὶ δ’ ἄσχολος ἀναθέμεν / πᾶσαν μακραγορίαν / λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ, / μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ.
- 424 BCE, Aristophanes, The Knights 848–849, (aorist passive infinitive):[4]
- οὐ γάρ σ’ ἐχρῆν, εἴπερ φιλεῖς τὸν δῆμον, ἐκ προνοίας / ταύτας ἐᾶν αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξιν ἀνατεθῆναι.
- ou gár s’ ekhrên, eíper phileîs tòn dêmon, ek pronoías / taútas eân autoîsi toîs pórpaxin anatethênai.
- 1938 translation by Eugene Gladstone O’Neill Jr.[5]
- For if it be true that you love the people, you would not allow these to be hung up with their rings; but it’s with an intent you have done this.
- οὐ γάρ σ’ ἐχρῆν, εἴπερ φιλεῖς τὸν δῆμον, ἐκ προνοίας / ταύτας ἐᾶν αὐτοῖσι τοῖς πόρπαξιν ἀνατεθῆναι.
- 300 BCE – 250 BCE, Apollonius of Rhodes, Argonautica 1.1234–1239, (syncopated third-person singular aorist middle = ἀνάθετο, ἀνέθετο):
- αὐτὰρ ὅγ’ ὡς τὰ πρῶτα ῥόῳ ἔνι κάλπιν ἔρεισεν / λέχρις ἐπιχριμφθείς, περὶ δ’ ἄσπετον ἔβραχεν ὕδωρ / χαλκὸν ἐς ἠχήεντα φορεύμενον, αὐτίκα δ’ ἥγε / λαιὸν μὲν καθύπερθεν ἐπ’ αὐχένος ἄνθετο πῆχυν / κύσσαι ἐπιθύουσα τέρεν στόμα· δεξιτερῇ δὲ / ἀγκῶν’ ἔσπασε χειρί, μέσῃ δ’ ἐνικάββαλε δίνῃ.
- autàr hóg’ hōs tà prôta rhóōi éni kálpin éreisen / lékhris epikhrimphtheís, perì d’ áspeton ébrakhen húdōr / khalkòn es ēkhḗenta phoreúmenon, autíka d’ hḗge / laiòn mèn kathúperthen ep’ aukhénos ántheto pêkhun / kússai epithúousa téren stóma; dexiterêi dè / ankôn’ éspase kheirí, mésēi d’ enikábbale dínēi.
- αὐτὰρ ὅγ’ ὡς τὰ πρῶτα ῥόῳ ἔνι κάλπιν ἔρεισεν / λέχρις ἐπιχριμφθείς, περὶ δ’ ἄσπετον ἔβραχεν ὕδωρ / χαλκὸν ἐς ἠχήεντα φορεύμενον, αὐτίκα δ’ ἥγε / λαιὸν μὲν καθύπερθεν ἐπ’ αὐχένος ἄνθετο πῆχυν / κύσσαι ἐπιθύουσα τέρεν στόμα· δεξιτερῇ δὲ / ἀγκῶν’ ἔσπασε χειρί, μέσῃ δ’ ἐνικάββαλε δίνῃ.
- 300 BCE – 250 BCE, Apollonius of Rhodes, Argonautica 2.1061–1063, (syncopated aorist middle participle = ἀναθέμενοι):
- ἀνθέμενοι κεφαλῇσιν ἀερσιλόφους τρυφαλείας, / ἡμίσεες μὲν ἐρέσσετ’ ἀμοιβαδίς, ἡμίσεες δὲ / δούρασί τε ξυστοῖσι καὶ ἀσπίσιν ἄρσετε νῆα.
- anthémenoi kephalêisin aersilóphous truphaleías, / hēmísees mèn erésset’ amoibadís, hēmísees dè / doúrasí te xustoîsi kaì aspísin ársete nêa.
- ἀνθέμενοι κεφαλῇσιν ἀερσιλόφους τρυφαλείας, / ἡμίσεες μὲν ἐρέσσετ’ ἀμοιβαδίς, ἡμίσεες δὲ / δούρασί τε ξυστοῖσι καὶ ἀσπίσιν ἄρσετε νῆα.
- 300 BCE – 200 BCE, Lycophron, Alexandra 1253–1260, (syncopated third-person singular future = ἀναθήσει):
- κτίσει δὲ χώραν ἐν τόποις Βορειγόνων / ὑπὲρ Λατίνους Δαυνίους τ’ ᾠκισμένην, / πύργους τριάκοντ’, ἐξαριθμήσας γονὰς / συὸς κελαινῆς, ἣν ἀπ’ Ἰδαίων λόφων / καὶ Δαρδανείων ἐκ τόπων ναυσθλώσεται, / ἰσηρίθμων θρέπτειραν ἐν τόκοις κάπρων· / ἧς καὶ πόλει δείκηλον ἀνθήσει μιᾷ / χαλκῷ τυπώσας καὶ τέκνων γλαγοτρόφων.
- ktísei dè khṓran en tópois Boreigónōn / hupèr Latínous Dauníous t’ ōikisménēn, / púrgous triákont’, exarithmḗsas gonàs / suòs kelainês, hḕn ap’ Idaíōn lóphōn / kaì Dardaneíōn ek tópōn nausthlṓsetai, / isēríthmōn thrépteiran en tókois káprōn; / hês kaì pólei deíkēlon anthḗsei miâi / khalkôi tupṓsas kaì téknōn glagotróphōn.
- κτίσει δὲ χώραν ἐν τόποις Βορειγόνων / ὑπὲρ Λατίνους Δαυνίους τ’ ᾠκισμένην, / πύργους τριάκοντ’, ἐξαριθμήσας γονὰς / συὸς κελαινῆς, ἣν ἀπ’ Ἰδαίων λόφων / καὶ Δαρδανείων ἐκ τόπων ναυσθλώσεται, / ἰσηρίθμων θρέπτειραν ἐν τόκοις κάπρων· / ἧς καὶ πόλει δείκηλον ἀνθήσει μιᾷ / χαλκῷ τυπώσας καὶ τέκνων γλαγοτρόφων.
- 241 BCE – 197 BCE, Sylloge Inscriptionum Graecarum 1018, (first-person singular perfect (cf. ἀνάκειμαι), from Pergamum):[6]
- [‒ ‒ | ὁ δ’ ἀε]ὶ̣ λαχὼν φορείτω | [χ]λαμύδα λευχὴν καὶ στ̣[έ]φανον ἐλάας μετὰ ταινι|δίου φοινικιοῦ, καὶ λαμβα|νέτω τῶν θυομένων γέ|ρα τὸ δέρμα καὶ κωλέαν | καὶ τῶν ἐργαστηρίων ὧν | ἀνατέθηκα τὴν πρόσο|δον· μισθούτω δ’ ἀεὶ ὁ λα|χών, ἐπεσκευασμένα | δὲ παραδιδότω ὁ ἐξι|ών, ἢ ἀποτινέτω τὸ γε|νόμενον εἰς τὴν ἐπι|σ̣κευὴν δαπάνημα. | ἀφείσθω δὲ καὶ τῶν λῃ|τουργιῶν πασῶν, ὃν ἂν | χρόνον ἔχηι τὸν στέ|φανον. τὰ δὲ ἀργυρώμα|τα τοῦ θεοῦ καὶ τὰ ἄλ|λα ἀναθέματα τηρή|σας τῶι εἰσιόντι παρα|διδότω. ἔρρωσο.
- [‒ ‒ | ho d’ ae]ı̣̀ lakhṑn phoreítō | [kh]lamúda leukhḕn kaì sṭ[é]phanon eláas metà taini|díou phoinikioû, kaì lamba|nétō tôn thuoménōn gé|ra tò dérma kaì kōléan | kaì tôn ergastēríōn hôn | anatéthēka tḕn próso|don; misthoútō d’ aeì ho la|khṓn, epeskeuasména | dè paradidótō ho exi|ṓn, ḕ apotinétō tò ge|nómenon eis tḕn epi|ṣkeuḕn dapánēma. | apheísthō dè kaì tôn lēi|tourgiôn pasôn, hòn àn | khrónon ékhēi tòn sté|phanon. tà dè argurṓma|ta toû theoû kaì tà ál|la anathémata tērḗ|sas tôi eisiónti para|didótō. érrhōso.
- [‒ ‒ | ὁ δ’ ἀε]ὶ̣ λαχὼν φορείτω | [χ]λαμύδα λευχὴν καὶ στ̣[έ]φανον ἐλάας μετὰ ταινι|δίου φοινικιοῦ, καὶ λαμβα|νέτω τῶν θυομένων γέ|ρα τὸ δέρμα καὶ κωλέαν | καὶ τῶν ἐργαστηρίων ὧν | ἀνατέθηκα τὴν πρόσο|δον· μισθούτω δ’ ἀεὶ ὁ λα|χών, ἐπεσκευασμένα | δὲ παραδιδότω ὁ ἐξι|ών, ἢ ἀποτινέτω τὸ γε|νόμενον εἰς τὴν ἐπι|σ̣κευὴν δαπάνημα. | ἀφείσθω δὲ καὶ τῶν λῃ|τουργιῶν πασῶν, ὃν ἂν | χρόνον ἔχηι τὸν στέ|φανον. τὰ δὲ ἀργυρώμα|τα τοῦ θεοῦ καὶ τὰ ἄλ|λα ἀναθέματα τηρή|σας τῶι εἰσιόντι παρα|διδότω. ἔρρωσο.