χαμούφτα
Appearance
Pontic Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- χαμόφτα f (chamófta) — Amisos, Trapezounta, Ophitic
- χαμνόφτα f (chamnófta) — Tripolis
- χαμούχτα f (chamoúchta) — Santa
- χαμοφτόν n (chamoftón), γαμοφτόν n (gamoftón) — Ophitic
Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek *χαμαίφυτον (*khamaíphuton, literally “near the ground plant”), from χαμαί (khamaí, “near the ground”) + φυτόν (phutón, “plant”). For the semantics compare Russian земляни́ка (zemljaníka), Polish poziomka.
Note that Greek χαμαίφυτο (chamaífyto, “chamaephyte”) is a modern learned creation and thus not a real cognate.
Noun
[edit]χαμούφτα (chamoúfta) f (Trapezounta)
- wild strawberry (Fragaria vesca)
- Synonyms: χαμνούστα (chamnoústa), χαμοκέρασο (chamokéraso), καμποκίρεζο (kampokírezo)
Descendants
[edit]References
[edit]- Ioannídis, Sávvas (1870) Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (in Greek), Constantinople: Τυπογρ. Ι. Α. Βρετού, page λε': “χαμοῦφτα ― khamoûphta”
- Koúsis, Elefthérios T. (1928) “χαμούφτα”, in “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου[1] (in Greek), volume 1, Athens, page 120 of 97–120
- Papadópoulos, Ánthimos (1961) “χαμούφτα”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis, page 493b
- Tursun, Vahit (2021) “χαμόφτα”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 541a