χαμούφτα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Pontic Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek *χαμαίφυτον (*khamaíphuton, literally near the ground plant), from χαμαί (khamaí, near the ground) +‎ φυτόν (phutón, plant). For the semantics compare Russian земляни́ка (zemljaníka), Polish poziomka.

Note that Greek χαμαίφυτο (chamaífyto, chamaephyte) is a modern learned creation and thus not a real cognate.

Noun

[edit]

χαμούφτα (chamoúftaf (Trapezounta)

  1. wild strawberry (Fragaria vesca)
    Synonyms: χαμνούστα (chamnoústa), χαμοκέρασο (chamokéraso), καμποκίρεζο (kampokírezo)

Descendants

[edit]
  • Turkish: hamofta, hamafta, amofta, amohta

References

[edit]
  • Ioannídis, Sávvas (1870) Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (in Greek), Constantinople: Τυπογρ. Ι. Α. Βρετού, page λε':χαμοῦφταkhamoûphta
  • Koúsis, Elefthérios T. (1928) “χαμούφτα”, in “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου[1] (in Greek), volume 1, Athens, page 120 of 97–120
  • Papadópoulos, Ánthimos (1961) “χαμούφτα”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis, page 493b
  • Tursun, Vahit (2021) “χαμόφτα”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 541a