τραγώδιν
Jump to navigation
Jump to search
Pontic Greek
[edit]Alternative forms
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek τραγῴδιον (tragṓidion).
Noun
[edit]τραγώδιν (tragódin) n (plural τραγώδα̤)
Derived terms
[edit]- τραγωδόπον (tragodópon)
Related terms
[edit]- τραγώδεμαν (tragódeman)
- τραγωδία (tragodía)
- τραγωδώ (tragodó)
Descendants
[edit]References
[edit]- Papadópoulos, Ánthimos (1961) “τραγώδιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis