σεύτελον
Appearance
Pontic Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek σεῦτλον (seûtlon), the Attic form of τεῦτλον (teûtlon).
Noun
[edit]σεύτελον (séftelon) n (plural σεύτελα)
Derived terms
[edit]- σευτελένο̤ς (seftelénös)
- σευτελέσ̌' (sefteléš')
- σευτέλης (seftélis)
- σευτελίτζα (seftelítza)
- σευτελόπον (seftelópon)
- σεύτελος (séftelos)
- σευτελόσπορον (seftelósporon)
- σευτελωσύνα̤ (seftelosýnä)
- σευτελωτός (seftelotós)
Related terms
[edit]- σευτελορρίζ' (seftelorríz')
Descendants
[edit]References
[edit]- Koúsis, Elefthérios T. (1928) “σεύτελον”, in “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου[1] (in Greek), volume 1, Athens, page 116 of 97–120
- Papadópoulos, Ánthimos (1961) “σεύτελον”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis
- Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 53
- Ioannídis, Sávvas (1870) Ιστορία και στατιστική Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (in Greek), Constantinople: Τυπογρ. Ι. Α. Βρετού, page κθʹ