ξυράφιν
Appearance
Pontic Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ξυράφ' (xyráf'), ξυρά̤φ' (xyrä́f'), ξι̮ουράφιν (xi̮ouráfin), ξι̮ουράφι (xi̮ouráfi), ξουράφιν (xouráfin), ξουράφι (xouráfi), ξουράφ' (xouráf'), αξουράφ' (axouráf')
Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek ξυράφιον (xuráphion).
Noun
[edit]ξυράφιν (xyráfin) n
- razor (shaving knife)
Derived terms
[edit]- αξυράφιγος (axyráfigos)
- αξυράφιχτος (axyráfichtos)
- αξύραφος (axýrafos)
- ξυραφέα (xyraféa)
- ξυραφίζω (xyrafízo)
- ξυραφόπον (xyrafópon)
Descendants
[edit]References
[edit]- Papadópoulos, Ánthimos (1961) “ξυράφιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis
- Παρχαρίδης, Ιωάννης (1883–1884) “Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει [Collection of living documents of the Ancient Greek language in Ophis]”, in Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος: Σύγγραμμα περιοδικόν[1] (in Greek), volume 18, page 153a of 118–178
- Asan, Ömer (2000) Pontos Kültürü (in Turkish), 2nd edition, Istanbul: Belge Yayınları, page 340b
- Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 24
- Tursun, Vahit (2021) “ξουράφι”, in Romeika – Türkçe Sözlük : Trabzon Rumcası, 2nd edition, Istanbul: Heyamola Yayınları, page 382b