νεράντζιν

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Pontic Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek νεράντζιον (nerántzion).

Noun

[edit]

νεράντζιν (nerántzinn (Oinoe)

  1. bitter orange, Seville orange (fruit and tree)

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]

References

[edit]
  • Athanasiádis, Státhis (2020) “αναράντζ'”, in Λεξικό της ποντιακής διαλέκτου (in Greek), Veria: Καμπουρίδης Κώστας – Αθανασιάδης Χριστιανός, page 28a
  • Papadópoulos, Ánthimos (1961) “νεράντζιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), volume II, Athens: Myrtidis
  • Koúsis, Elefthérios T. (1928) “αναράντζ'”, in “Λεξιλόγιον φυτολογικόν Τραπεζούντος”, in Αρχείον Πόντου[1] (in Greek), volume 1, Athens, page 100 of 97–120
  • Symeonídis, Charálampos (1975–1976) “Ποντιακά έτυμα ανατολικής προέλευσης. Συμβολή δεύτερη (Μ-Ω)”, in Αρχείον Πόντου (in Greek), volume 33, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 244 of 243–276, derives from Ottoman Turkish نارنج (narenc)
  • Tompaḯdis, D. E., Symeonídis, Ch. P. (2002) “νεράντζιν”, in Συμπλήρωμα στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου του Α. Α. Παπαδόπουλου (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 23) (in Greek), Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 139b, derives from Ottoman Turkish نارنج (narenc)
  • Hatzidakis, Georgios N. (1893) “Zur Wortbildungslehre des Mittel- und Neugriechischen”, in Byzantinische Zeitschrift[2] (in German), volume 2, page 254 of 235–286
  • Oeconomides, D. E. (1908) Lautlehre des Pontischen (in German), Leipzig: A. Deichert'sche Verlagsbuchhandlung Nachf., page 139