διζήμενος
Appearance
Ancient Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- (5th BCE Attic) IPA(key): /diz.dɛ̌ː.me.nos/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /diˈze̝.me.nos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ðiˈzi.me.nos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ðiˈzi.me.nos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ðiˈzi.me.nos/
Participle
[edit]διζήμενος • (dizḗmenos) m (feminine διζημένη, neuter διζήμενον); first/second declension
- present middle participle of δίζημαι (dízēmai)
Declension
[edit]Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | διζήμενος dizḗmenos |
διζημένη dizēménē |
διζήμενον dizḗmenon |
διζημένω dizēménō |
διζημένᾱ dizēménā |
διζημένω dizēménō |
διζήμενοι dizḗmenoi |
διζήμεναι dizḗmenai |
διζήμενᾰ dizḗmenă | |||||
Genitive | διζημένου / διζημενοῖο / διζημένοιο / διζημενόο / διζημένοο dizēménou / dizēmenoîo / dizēménoio / dizēmenóo / dizēménoo |
διζημένης dizēménēs |
διζημένου / διζημενοῖο / διζημένοιο / διζημενόο / διζημένοο dizēménou / dizēmenoîo / dizēménoio / dizēmenóo / dizēménoo |
διζημένοιῐν dizēménoiĭn |
διζημέναιν / διζημέναιῐν / διζημένῃῐν dizēménai(ĭ)n / dizēménēiĭn |
διζημένοιῐν dizēménoiĭn |
διζημένων dizēménōn |
διζημενᾱ́ων / διζημενέ͜ων / διζημενῶν dizēmenā́ōn / dizēmené͜ōn / dizēmenôn |
διζημένων dizēménōn | |||||
Dative | διζημένῳ dizēménōi |
διζημένῃ dizēménēi |
διζημένῳ dizēménōi |
διζημένοιῐν dizēménoiĭn |
διζημέναιν / διζημέναιῐν / διζημένῃῐν dizēménai(ĭ)n / dizēménēiĭn |
διζημένοιῐν dizēménoiĭn |
διζημένοισῐ / διζημένοισῐν / διζημένοις dizēménoisĭ(n) / dizēménois |
διζημένῃσῐ / διζημένῃσῐν / διζημένῃς / διζημέναις dizēménēisĭ(n) / dizēménēis / dizēménais |
διζημένοισῐ / διζημένοισῐν / διζημένοις dizēménoisĭ(n) / dizēménois | |||||
Accusative | διζήμενον dizḗmenon |
διζημένην dizēménēn |
διζήμενον dizḗmenon |
διζημένω dizēménō |
διζημένᾱ dizēménā |
διζημένω dizēménō |
διζημένους dizēménous |
διζημένᾱς dizēménās |
διζήμενᾰ dizḗmenă | |||||
Vocative | διζήμενε dizḗmene |
διζημένη dizēménē |
διζήμενον dizḗmenon |
διζημένω dizēménō |
διζημένᾱ dizēménā |
διζημένω dizēménō |
διζήμενοι dizḗmenoi |
διζήμεναι dizḗmenai |
διζήμενᾰ dizḗmenă | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
διζημένως dizēménōs |
διζημενώτερος dizēmenṓteros |
διζημενώτᾰτος dizēmenṓtătos | ||||||||||||
Notes: |
|