συγκίνηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek συγκίνησις (sunkínēsis), from συν- (sun-, “with”) + κινέω (kinéo, “to move”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]συγκίνηση • (sygkínisi) f (plural συγκινήσεις)
- emotion, excitement, thrill, stir (emotional affection)
- Υπήρξε μεγάλη συγκίνηση στην κηδεία του.
- Ypírxe megáli sygkínisi stin kideía tou.
- There was great emotion at his funeral.
- Έχει πρόβλημα με την καρδιά και ο γιατρός του συνέστησε να αποφεύγει τις συγκινήσεις.
- Échei próvlima me tin kardiá kai o giatrós tou synéstise na apofévgei tis sygkiníseis.
- He has a problem with his heart and the doctor recommended that he avoid (too much) excitement.
Declension
[edit]Declension of συγκίνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συγκίνηση • | συγκινήσεις • | |
genitive | συγκίνησης • | συγκινήσεων • | |
accusative | συγκίνηση • | συγκινήσεις • | |
vocative | συγκίνηση • | συγκινήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συγκινήσεως • |
Related terms
[edit]- συγκινημένος (sygkiniménos, “moved, touched”)
- συγκινητικός (sygkinitikós, “moving, touching”)
- συγκινώ (sygkinó, “to move, to touch”)