σκουπιδοτενεκές
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From σκουπίδ(ι) (skoupíd(i)) + -ο- (-o-) + τενεκές (tenekés).[1]
Noun
[edit]σκουπιδοτενεκές • (skoupidotenekés) m (plural σκουπιδοτενεκέδες)
- (in the UK) dustbin, rubbish bin
- (in the US), trashcan, garbage can
Declension
[edit]Declension of σκουπιδοτενεκές
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκουπιδοτενεκές • | σκουπιδοτενεκέδες • |
genitive | σκουπιδοτενεκέ • | σκουπιδοτενεκέδων • |
accusative | σκουπιδοτενεκέ • | σκουπιδοτενεκέδες • |
vocative | σκουπιδοτενεκέ • | σκουπιδοτενεκέδες • |
Synonyms
[edit]- δοχείο απορριμμάτων n (docheío aporrimmáton)
- κάδος απορριμμάτων m (kádos aporrimmáton)
Related terms
[edit]- see: σκουπίδι n (skoupídi, “rubbish”)
References
[edit]- ^ σκουπιδοτενεκές, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language