παραδέχομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek παραδέχομαι (paradékhomai), equivalent to παρα- (para-) + δέχομαι (déchomai, “to accept”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]παραδέχομαι • (paradéchomai) deponent (past παραδέχτηκα/παραδέχθηκα)
- (transitive) to admit, accept, concede, allow (confess to be true or to be the case, typically with reluctance)
- Επιτέλους παραδέχτηκε ότι την αγαπάει.
- Epitélous paradéchtike óti tin agapáei.
- At last he admitted that he loved her.
- Αυτή είναι άθεη και δε θα παραδεχτεί ποτέ ότι υπάρχει ο Θεός.
- Aftí eínai átheï kai de tha paradechteí poté óti ypárchei o Theós.
- She's an atheist and will never concede that there is a God.
- to recognise (as able or skilled), take one's hat off to
- Στη μαγειρική τον παραδέχομαι· είναι αξεπέραστος.
- Sti mageirikí ton paradéchomai; eínai axepérastos.
- As far as cooking is concerned, I take my hat off to him; he's unsurpassed.
Conjugation
[edit]παραδέχομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | παραδέχομαι | παραδεχτώ, παραδεχθώ |
2 sg | παραδέχεσαι | παραδεχτείς, παραδεχθείς |
3 sg | παραδέχεται | παραδεχτεί, παραδεχθεί |
1 pl | παραδεχόμαστε | παραδεχτούμε, παραδεχθούμε |
2 pl | παραδέχεστε, {παραδέχεσθε}, παραδεχόσαστε | παραδεχτείτε, παραδεχθείτε |
3 pl | παραδέχονται | παραδεχτούν(ε), παραδεχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | παραδεχόμουν(α) | παραδέχτηκα, παραδέχθηκα |
2 sg | παραδεχόσουν(α) | παραδέχτηκες, παραδέχθηκες |
3 sg | παραδεχόταν(ε) | παραδέχτηκε, παραδέχθηκε |
1 pl | παραδεχόμασταν, (‑όμαστε) | παραδεχτήκαμε, παραδεχθήκαμε |
2 pl | παραδεχόσασταν, (‑όσαστε) | παραδεχτήκατε, παραδεχθήκατε |
3 pl | παραδέχονταν, (παραδεχόντουσαν) | παραδέχτηκαν, παραδεχτήκαν(ε), παραδέχθηκαν, παραδεχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα παραδέχομαι ➤ | θα παραδεχτώ / παραδεχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παραδέχεσαι, … | θα παραδεχτείς / παραδεχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παραδεχτεί / παραδεχθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παραδεχτεί / παραδεχθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παραδεχτεί / παραδεχθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | παραδέξου |
2 pl | παραδέχεστε, {παραδέχεσθε} | παραδεχτείτε, παραδεχθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | παραδεχόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | {παραδεδεγμένος, ‑η, ‑o} ➤ | |
Nonfinite form ➤ | παραδεχτεί, παραδεχθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -χθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Synonyms
[edit]- (admit, concede, allow): δέχομαι (déchomai), αποδέχομαι (apodéchomai), ομολογώ (omologó), εγκρίνω (egkríno), αναγνωρίζω (anagnorízo), επιδοκιμάζω (epidokimázo)
Antonyms
[edit]- (antonym(s) of “admit, concede, allow”): αρνούμαι (arnoúmai), απορρίπτω (aporrípto), αμφισβητώ (amfisvitó)
Related terms
[edit]- απαράδεκτος (aparádektos, “unacceptable”), απαράδεχτος (aparádechtos)
- παραδεδεγμένος (paradedegménos, “acknowledged”, participle) (formal)
- παραδεκτός (paradektós, “admissible, acceptable”)
- παραδοχή f (paradochí, “acceptance”)