λαθρέμπορος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From λαθραίος (lathraíos, “illegal”) + έμπορος (émporos, “merchant”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λαθρέμπορος • (lathrémporos) m (plural λαθρέμποροι)
Declension
[edit]Declension of λαθρέμπορος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | λαθρέμπορος • | λαθρέμποροι • | |
genitive | λαθρέμπορου •, λαθρεμπόρου • | λαθρέμπορων •, λαθρεμπόρων • | |
accusative | λαθρέμπορο • | λαθρέμπορους •, λαθρεμπόρους • | |
vocative | λαθρέμπορε • | λαθρέμποροι • | |
Second forms are formal. |
Related terms
[edit]- see: εμπόριο n (empório, “trade”)