κοινόχρηστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from κοινο- (koino-) + χρηστ(ός) (christ(ós)) + -ος (-os).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κοινόχρηστος • (koinóchristos) m (feminine κοινόχρηστή, neuter κοινόχρηστό)
Declension
[edit]Declension of κοινόχρηστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοινόχρηστός • | κοινόχρηστή • | κοινόχρηστό • | κοινόχρηστοί • | κοινόχρηστές • | κοινόχρηστά • |
genitive | κοινόχρηστού • | κοινόχρηστής • | κοινόχρηστού • | κοινόχρηστών • | κοινόχρηστών • | κοινόχρηστών • |
accusative | κοινόχρηστό • | κοινόχρηστή • | κοινόχρηστό • | κοινόχρηστούς • | κοινόχρηστές • | κοινόχρηστά • |
vocative | κοινόχρηστέ • | κοινόχρηστή • | κοινόχρηστό • | κοινόχρηστοί • | κοινόχρηστές • | κοινόχρηστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοινόχρηστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοινόχρηστος, etc.) |
References
[edit]- ^ κοινόχρηστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language