εύκαμπτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek εὔκαμπτος (eúkamptos).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εύκαμπτος • (éfkamptos) m (feminine εύκαμπτη, neuter εύκαμπτο)
- flexible, pliable (capable of being flexed or bent without breaking)
- (figuratively) flexible (capable of adapting or changing to suit new or modified conditions or situations)
Declension
[edit]Declension of εύκαμπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εύκαμπτος • | εύκαμπτη • | εύκαμπτο • | εύκαμπτοι • | εύκαμπτες • | εύκαμπτα • |
genitive | εύκαμπτου • | εύκαμπτης • | εύκαμπτου • | εύκαμπτων • | εύκαμπτων • | εύκαμπτων • |
accusative | εύκαμπτο • | εύκαμπτη • | εύκαμπτο • | εύκαμπτους • | εύκαμπτες • | εύκαμπτα • |
vocative | εύκαμπτε • | εύκαμπτη • | εύκαμπτο • | εύκαμπτοι • | εύκαμπτες • | εύκαμπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύκαμπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύκαμπτος, etc.) |
Synonyms
[edit]- ευλύγιστος (evlýgistos)
Antonyms
[edit]- άκαμπτος (ákamptos)
- δύσκαμπτος (dýskamptos)
Derived terms
[edit]- ευκαμπτότητα f (efkamptótita)
Related terms
[edit]- see: κάμπτω (kámpto)
References
[edit]- ^ εύκαμπτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language