εντυπωσιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From εντυπωσιάζω (entyposiázo, “to impress”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εντυπωσιακός • (entyposiakós) m
Declension
[edit]Declension of εντυπωσιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντυπωσιακός • | εντυπωσιακή • | εντυπωσιακό • | εντυπωσιακοί • | εντυπωσιακές • | εντυπωσιακά • |
genitive | εντυπωσιακού • | εντυπωσιακής • | εντυπωσιακού • | εντυπωσιακών • | εντυπωσιακών • | εντυπωσιακών • |
accusative | εντυπωσιακό • | εντυπωσιακή • | εντυπωσιακό • | εντυπωσιακούς • | εντυπωσιακές • | εντυπωσιακά • |
vocative | εντυπωσιακέ • | εντυπωσιακή • | εντυπωσιακό • | εντυπωσιακοί • | εντυπωσιακές • | εντυπωσιακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντυπωσιακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντυπωσιακός, etc.) |
Further reading
[edit]- εντυπωσιακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language