ενδοπλασματικό δίκτυο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ενδοπλασματικό δίκτυο • (endoplasmatikó díktyo) n
Further reading
[edit]- ενδοπλασματικό δίκτυο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
ενδοπλασματικό δίκτυο • (endoplasmatikó díktyo) n