εμπορευματοκιβώτιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
εμπορευματοκιβώτιο • (emporevmatokivótio) n
Declension[edit]
Declension of εμπορευματοκιβώτιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπορευματοκιβώτιο • | εμπορευματοκιβώτια • |
genitive | εμπορευματοκιβωτίου •, εμπορευματοκιβώτιου • | εμπορευματοκιβωτίων • |
accusative | εμπορευματοκιβώτιο • | εμπορευματοκιβώτια • |
vocative | εμπορευματοκιβώτιο • | εμπορευματοκιβώτια • |
Synonyms[edit]
- κοντέινερ n (kontéiner)