διαδρομή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]διαδρομή • (diadromí) f (plural διαδρομές)
- route, path, drive
- Μια πολύ ωραία κυκλική διαδρομή βρίσκεται εντός του Διαμερίσματος των Λιμνών.
- Mia polý oraía kyklikí diadromí vrísketai entós tou Diamerísmatos ton Limnón.
- A beautiful circular route can be found in the Lake District.
Declension
[edit]Declension of διαδρομή
Related terms
[edit]- διάδρομος m (diádromos, “corridor, passage”)