διαδρομή

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαδρομή (diadromíf (plural διαδρομές)

  1. route, path, drive
    Μια πολύ ωραία κυκλική διαδρομή βρίσκεται εντός του Διαμερίσματος των Λιμνών.
    Mia polý oraía kyklikí diadromí vrísketai entós tou Diamerísmatos ton Limnón.
    A beautiful circular route can be found in the Lake District.

Declension

[edit]
[edit]