αξιόπιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αξιό- (axió-, “worthy, deserving”) + πίστη (písti, “faith, belief”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αξιόπιστος • (axiópistos) m (feminine αξιόπιστη, neuter αξιόπιστο)
Declension
[edit]Declension of αξιόπιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόπιστος • | αξιόπιστη • | αξιόπιστο • | αξιόπιστοι • | αξιόπιστες • | αξιόπιστα • |
genitive | αξιόπιστου • | αξιόπιστης • | αξιόπιστου • | αξιόπιστων • | αξιόπιστων • | αξιόπιστων • |
accusative | αξιόπιστο • | αξιόπιστη • | αξιόπιστο • | αξιόπιστους • | αξιόπιστες • | αξιόπιστα • |
vocative | αξιόπιστε • | αξιόπιστη • | αξιόπιστο • | αξιόπιστοι • | αξιόπιστες • | αξιόπιστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιόπιστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιόπιστος, etc.) |
Antonyms
[edit]- αναξιόπιστος (anaxiópistos, “unreliable”)
Related terms
[edit]- αξιοπιστία (axiopistía, “reliability, credibility”, adjective)