From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation
Jump to search
ανακουφίζω • (anakoufízo ) (past ανακούφισα , passive ανακουφίζομαι )
to alleviate , relieve
ανακουφίζω ανακουφίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ανακουφίζω
ανακουφίσω
ανακουφίζομαι
ανακουφιστώ
2 sg
ανακουφίζεις
ανακουφίσεις
ανακουφίζεσαι
ανακουφιστείς
3 sg
ανακουφίζει
ανακουφίσει
ανακουφίζεται
ανακουφιστεί
1 pl
ανακουφίζουμε , [‑ομε ]
ανακουφίσουμε , [‑ομε ]
ανακουφιζόμαστε
ανακουφιστούμε
2 pl
ανακουφίζετε
ανακουφίσετε
ανακουφίζεστε , ανακουφιζόσαστε
ανακουφιστείτε
3 pl
ανακουφίζουν (ε )
ανακουφίσουν (ε )
ανακουφίζονται
ανακουφιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ανακούφιζα
ανακούφισα
ανακουφιζόμουν (α )
ανακουφίστηκα
2 sg
ανακούφιζες
ανακούφισες
ανακουφιζόσουν (α )
ανακουφίστηκες
3 sg
ανακούφιζε
ανακούφισε
ανακουφιζόταν (ε )
ανακουφίστηκε
1 pl
ανακουφίζαμε
ανακουφίσαμε
ανακουφιζόμασταν , (‑όμαστε )
ανακουφιστήκαμε
2 pl
ανακουφίζατε
ανακουφίσατε
ανακουφιζόσασταν , (‑όσαστε )
ανακουφιστήκατε
3 pl
ανακούφιζαν , ανακουφίζαν (ε )
ανακούφισαν , ανακουφίσαν (ε )
ανακουφίζονταν , (ανακουφιζόντουσαν )
ανακουφίστηκαν , ανακουφιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ανακουφίζω ➤
θα ανακουφίσω ➤
θα ανακουφίζομαι ➤
θα ανακουφιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ανακουφίζεις , …
θα ανακουφίσεις , …
θα ανακουφίζεσαι , …
θα ανακουφιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ανακουφίσει έχω, έχεις, … ανακουφισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ανακουφιστεί είμαι , είσαι , … ανακουφισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ανακουφίσει είχα, είχες, … ανακουφισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ανακουφιστεί ήμουν , ήσουν , … ανακουφισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ανακουφίσει θα έχω, θα έχεις, … ανακουφισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ανακουφιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακουφισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ανακούφιζε
ανακούφισε
—
ανακουφίσου
2 pl
ανακουφίζετε
ανακουφίστε
ανακουφίζεστε
ανακουφιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ανακουφίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ανακουφίσει ➤
ανακουφισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ανακουφίσει
ανακουφιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
ησυχάζω ( isycházo , “ appease, calm down, settle down ” )