αγορανομικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]from αγορανομία f (agoranomía, “market inspectorate”)
Adjective
[edit]αγορανομικός • (agoranomikós) m (feminine αγορανομική, neuter αγορανομικό)
Declension
[edit]Declension of αγορανομικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγορανομικός • | αγορανομική • | αγορανομικό • | αγορανομικοί • | αγορανομικές • | αγορανομικά • |
genitive | αγορανομικού • | αγορανομικής • | αγορανομικού • | αγορανομικών • | αγορανομικών • | αγορανομικών • |
accusative | αγορανομικό • | αγορανομική • | αγορανομικό • | αγορανομικούς • | αγορανομικές • | αγορανομικά • |
vocative | αγορανομικέ • | αγορανομική • | αγορανομικό • | αγορανομικοί • | αγορανομικές • | αγορανομικά • |
Related terms
[edit]- see: αγορά f (agorá, “market, bazaar”)