αγοήτευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγοήτευτος • (agoḯteftos) m (feminine αγοήτευτη, neuter αγοήτευτο)
Declension
[edit]Declension of αγοήτευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγοήτευτος • | αγοήτευτη • | αγοήτευτο • | αγοήτευτοι • | αγοήτευτες • | αγοήτευτα • |
genitive | αγοήτευτου • | αγοήτευτης • | αγοήτευτου • | αγοήτευτων • | αγοήτευτων • | αγοήτευτων • |
accusative | αγοήτευτο • | αγοήτευτη • | αγοήτευτο • | αγοήτευτους • | αγοήτευτες • | αγοήτευτα • |
vocative | αγοήτευτε • | αγοήτευτη • | αγοήτευτο • | αγοήτευτοι • | αγοήτευτες • | αγοήτευτα • |
Antonyms
[edit]- γοητευμένος (goïtevménos)
Related terms
[edit]- see: γοητεία f (goïteía, “fascination, charm”)