αγιώνυμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγιώνυμος • (agiónymos) m (feminine αγιώνυμη, neuter αγιώνυμο)
Declension
[edit]Declension of αγιώνυμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιώνυμος • | αγιώνυμη • | αγιώνυμο • | αγιώνυμοι • | αγιώνυμες • | αγιώνυμα • |
genitive | αγιώνυμου • | αγιώνυμης • | αγιώνυμου • | αγιώνυμων • | αγιώνυμων • | αγιώνυμων • |
accusative | αγιώνυμο • | αγιώνυμη • | αγιώνυμο • | αγιώνυμους • | αγιώνυμες • | αγιώνυμα • |
vocative | αγιώνυμε • | αγιώνυμη • | αγιώνυμο • | αγιώνυμοι • | αγιώνυμες • | αγιώνυμα • |