αγγλοσαξονικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αγγλοσαξωνικός (anglosaxonikós)
Adjective
[edit]αγγλοσαξονικός • (anglosaxonikós) m (feminine αγγλοσαξονική, neuter αγγλοσαξονικό)
- Anglo-Saxon
- related to the people of the British Isles
Declension
[edit]Declension of αγγλοσαξονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγλοσαξονικός • | αγγλοσαξονική • | αγγλοσαξονικό • | αγγλοσαξονικοί • | αγγλοσαξονικές • | αγγλοσαξονικά • |
genitive | αγγλοσαξονικού • | αγγλοσαξονικής • | αγγλοσαξονικού • | αγγλοσαξονικών • | αγγλοσαξονικών • | αγγλοσαξονικών • |
accusative | αγγλοσαξονικό • | αγγλοσαξονική • | αγγλοσαξονικό • | αγγλοσαξονικούς • | αγγλοσαξονικές • | αγγλοσαξονικά • |
vocative | αγγλοσαξονικέ • | αγγλοσαξονική • | αγγλοσαξονικό • | αγγλοσαξονικοί • | αγγλοσαξονικές • | αγγλοσαξονικά • |
Related terms
[edit]- Αγγλοσάξονας m or f (Anglosáxonas, “Anglo-Saxon”)
- and see: Αγγλία f (Anglía, “England”)