αγαστός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγαστός • (agastós) m (feminine αγαστή, neuter αγαστό)
Declension
[edit]Declension of αγαστός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαστός • | αγαστή • | αγαστό • | αγαστοί • | αγαστές • | αγαστά • |
genitive | αγαστού • | αγαστής • | αγαστού • | αγαστών • | αγαστών • | αγαστών • |
accusative | αγαστό • | αγαστή • | αγαστό • | αγαστούς • | αγαστές • | αγαστά • |
vocative | αγαστέ • | αγαστή • | αγαστό • | αγαστοί • | αγαστές • | αγαστά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαστός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαστός, etc.) |