αγαρνίριστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγαρνίριστος • (agarníristos) m (feminine αγαρνίριστη, neuter αγαρνίριστο)
- unadorned, undecorated
- (figuratively) ungarnished, without trimmings (food)
- (figuratively) plain (speech)
Declension
[edit]Declension of αγαρνίριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαρνίριστος • | αγαρνίριστη • | αγαρνίριστο • | αγαρνίριστοι • | αγαρνίριστες • | αγαρνίριστα • |
genitive | αγαρνίριστου • | αγαρνίριστης • | αγαρνίριστου • | αγαρνίριστων • | αγαρνίριστων • | αγαρνίριστων • |
accusative | αγαρνίριστο • | αγαρνίριστη • | αγαρνίριστο • | αγαρνίριστους • | αγαρνίριστες • | αγαρνίριστα • |
vocative | αγαρνίριστε • | αγαρνίριστη • | αγαρνίριστο • | αγαρνίριστοι • | αγαρνίριστες • | αγαρνίριστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαρνίριστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαρνίριστος, etc.) |
Synonyms
[edit]- (undecorated): αδιακόσμητος (adiakósmitos)
Related terms
[edit]- γαρνίρω (garníro, “to trim, to garnish”)
- γαρνιτούρα f (garnitoúra, “garnish, decoration”)