αγαθοεγός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγαθοεγός • (agathoegós) m (feminine αγαθοεγή, neuter αγαθοεγό)
Declension
[edit]Declension of αγαθοεγός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαθοεγός • | αγαθοεγή • | αγαθοεγό • | αγαθοεγοί • | αγαθοεγές • | αγαθοεγά • |
genitive | αγαθοεγού • | αγαθοεγής • | αγαθοεγού • | αγαθοεγών • | αγαθοεγών • | αγαθοεγών • |
accusative | αγαθοεγό • | αγαθοεγή • | αγαθοεγό • | αγαθοεγούς • | αγαθοεγές • | αγαθοεγά • |
vocative | αγαθοεγέ • | αγαθοεγή • | αγαθοεγό • | αγαθοεγοί • | αγαθοεγές • | αγαθοεγά • |
Synonyms
[edit]- αγαθοποιός (agathopoiós)
Related terms
[edit]- αγαθοεργία f (agathoergía, “charity”)