αγέρινος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγέρινος • (agérinos) m (feminine αγέρινη, neuter αγέρινο)
- Alternative form of αέρινος (aérinos)
Declension
[edit]Declension of αγέρινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγέρινος • | αγέρινη • | αγέρινο • | αγέρινοι • | αγέρινες • | αγέρινα • |
genitive | αγέρινου • | αγέρινης • | αγέρινου • | αγέρινων • | αγέρινων • | αγέρινων • |
accusative | αγέρινο • | αγέρινη • | αγέρινο • | αγέρινους • | αγέρινες • | αγέρινα • |
vocative | αγέρινε • | αγέρινη • | αγέρινο • | αγέρινοι • | αγέρινες • | αγέρινα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγέρινος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγέρινος, etc.) |