αβράχνιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβράχνιαστος • (avráchniastos) m (feminine αβράχνιαστη, neuter αβράχνιαστο)
Declension
[edit]Declension of αβράχνιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβράχνιαστος • | αβράχνιαστη • | αβράχνιαστο • | αβράχνιαστοι • | αβράχνιαστες • | αβράχνιαστα • |
genitive | αβράχνιαστου • | αβράχνιαστης • | αβράχνιαστου • | αβράχνιαστων • | αβράχνιαστων • | αβράχνιαστων • |
accusative | αβράχνιαστο • | αβράχνιαστη • | αβράχνιαστο • | αβράχνιαστους • | αβράχνιαστες • | αβράχνιαστα • |
vocative | αβράχνιαστε • | αβράχνιαστη • | αβράχνιαστο • | αβράχνιαστοι • | αβράχνιαστες • | αβράχνιαστα • |
Antonyms
[edit]- βραχνιασμένος (vrachniasménos, “hoarse”)
Related terms
[edit]- αβράχνιαστα (avráchniasta, “not hoarsely”, adverb)
- and see: βραχνιάζω (vrachniázo, “to get hoarse”)