αβούλητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβούλητος • (avoúlitos) m (feminine αβούλητη, neuter αβούλητο)
Declension
[edit]Declension of αβούλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβούλητος • | αβούλητη • | αβούλητο • | αβούλητοι • | αβούλητες • | αβούλητα • |
genitive | αβούλητου • | αβούλητης • | αβούλητου • | αβούλητων • | αβούλητων • | αβούλητων • |
accusative | αβούλητο • | αβούλητη • | αβούλητο • | αβούλητους • | αβούλητες • | αβούλητα • |
vocative | αβούλητε • | αβούλητη • | αβούλητο • | αβούλητοι • | αβούλητες • | αβούλητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αβούλητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αβούλητος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: αβουλία f (avoulía, “indecision”)