αβλόγητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβλόγητος • (avlógitos) m (feminine αβλόγητη, neuter αβλόγητο)
- unblessed, unconsecrated
- Synonym: (literary) ανευλόγητος (anevlógitos)
- cohabiting, out of wedlock, (not married in church)
Declension
[edit]Declension of αβλόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβλόγητος • | αβλόγητη • | αβλόγητο • | αβλόγητοι • | αβλόγητες • | αβλόγητα • |
genitive | αβλόγητου • | αβλόγητης • | αβλόγητου • | αβλόγητων • | αβλόγητων • | αβλόγητων • |
accusative | αβλόγητο • | αβλόγητη • | αβλόγητο • | αβλόγητους • | αβλόγητες • | αβλόγητα • |
vocative | αβλόγητε • | αβλόγητη • | αβλόγητο • | αβλόγητοι • | αβλόγητες • | αβλόγητα • |