αβιομηχανοποίητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβιομηχανοποίητος • (aviomichanopoíitos) m (feminine αβιομηχανοποίητη, neuter αβιομηχανοποίητο)
Declension
[edit]Declension of αβιομηχανοποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβιομηχανοποίητος • | αβιομηχανοποίητη • | αβιομηχανοποίητο • | αβιομηχανοποίητοι • | αβιομηχανοποίητες • | αβιομηχανοποίητα • |
genitive | αβιομηχανοποίητου • | αβιομηχανοποίητης • | αβιομηχανοποίητου • | αβιομηχανοποίητων • | αβιομηχανοποίητων • | αβιομηχανοποίητων • |
accusative | αβιομηχανοποίητο • | αβιομηχανοποίητη • | αβιομηχανοποίητο • | αβιομηχανοποίητους • | αβιομηχανοποίητες • | αβιομηχανοποίητα • |
vocative | αβιομηχανοποίητε • | αβιομηχανοποίητη • | αβιομηχανοποίητο • | αβιομηχανοποίητοι • | αβιομηχανοποίητες • | αβιομηχανοποίητα • |
See also
[edit]- αβιομηχάνητος (aviomichánitos, “unprocessed”)