αβίωτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αβίωτος • (avíotos) m (feminine αβίωτη, neuter αβίωτο)
- unbearable, intolerable, miserable, wretched, impossibly difficult
- Του έκανε το βίο αβίωτο.
- Tou ékane to vío avíoto.
- He has made his life unbearable.
Declension
[edit]Declension of αβίωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αβίωτος • | αβίωτη • | αβίωτο • | αβίωτοι • | αβίωτες • | αβίωτα • |
genitive | αβίωτου • | αβίωτης • | αβίωτου • | αβίωτων • | αβίωτων • | αβίωτων • |
accusative | αβίωτο • | αβίωτη • | αβίωτο • | αβίωτους • | αβίωτες • | αβίωτα • |
vocative | αβίωτε • | αβίωτη • | αβίωτο • | αβίωτοι • | αβίωτες • | αβίωτα • |
Synonyms
[edit]- ανυπόφορος (anypóforos)
- αφόρητος (afóritos)