Learned borrowing from Byzantine Greek τελειοποιώ ( teleiopoiṓ ) . By surface analysis , τέλει(ος) ( télei(os) ) + -ο- ( -o- ) + -ποιώ ( -poió ) .[ 1]
IPA (key ) : /te.li.o.piˈo/
Hyphenation: τε‧λει‧ο‧ποι‧ώ
τελειοποιώ • (teleiopoió ) (past τελειοποίησα , passive τελειοποιούμαι , p‑past τελειοποιήθηκα , ppp τελειοποιημένος )
( transitive ) to perfect ( to make perfect; to improve or hone )
τελειοποιώ , τελειοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
τελειοποιώ
τελειοποιήσω
τελειοποιούμαι
τελειοποιηθώ
2 sg
τελειοποιείς
τελειοποιήσεις
τελειοποιείσαι
τελειοποιηθείς
3 sg
τελειοποιεί
τελειοποιήσει
τελειοποιείται
τελειοποιηθεί
1 pl
τελειοποιούμε
τελειοποιήσουμε , [-ομε ]
τελειοποιούμαστε , τελειοποιόμαστε
τελειοποιηθούμε
2 pl
τελειοποιείτε
τελειοποιήσετε
τελειοποιείστε , (τελειοποιόσαστε )
τελειοποιηθείτε
3 pl
τελειοποιούν (ε )
τελειοποιήσουν (ε )
τελειοποιούνται
τελειοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
τελειοποιούσα
τελειοποίησα
τελειοποιούμουν (α ), τελειοποιόμουν (α )
τελειοποιήθηκα
2 sg
τελειοποιούσες
τελειοποίησες
[τελειοποιούσουν (α )], τελειοποιόσουν (α )
τελειοποιήθηκες
3 sg
τελειοποιούσε
τελειοποίησε
τελειοποιούνταν , τελειοποιόταν (ε ), {τελειοποιείτο }
τελειοποιήθηκε
1 pl
τελειοποιούσαμε
τελειοποιήσαμε
τελειοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), τελειοποιόμασταν , (‑όμαστε )
τελειοποιηθήκαμε
2 pl
τελειοποιούσατε
τελειοποιήσατε
[τελειοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], τελειοποιόσασταν , (‑όσαστε )
τελειοποιηθήκατε
3 pl
τελειοποιούσαν (ε )
τελειοποίησαν , τελειοποιήσαν (ε )
τελειοποιούνταν , τελειοποιόνταν (ε ), (τελειοποιόντουσαν ), {τελειοποιούντο }
τελειοποιήθηκαν , τελειοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα τελειοποιώ ➤
θα τελειοποιήσω ➤
θα τελειοποιούμαι ➤
θα τελειοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα τελειοποιείς , …
θα τελειοποιήσεις , …
θα τελειοποιείσαι , …
θα τελειοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … τελειοποιήσει έχω, έχεις, … τελειοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … τελειοποιηθεί είμαι , είσαι , … τελειοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … τελειοποιήσει είχα, είχες, … τελειοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … τελειοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … τελειοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … τελειοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … τελειοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … τελειοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τελειοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
τελειοποίησε
—
τελειοποιήσου
2 pl
τελειοποιείτε
τελειοποιήστε
τελειοποιείστε
τελειοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
τελειοποιώντας ➤
τελειοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας τελειοποιήσει ➤
τελειοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
τελειοποιήσει
τελειοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: τέλειος ( téleios , “ perfect ” , adjective )